παλικός

παλικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γλώσσα Πάλι («παλική γλώσσα»)
2. φρ. «παλική φιλολογία» — το σύνολο τών κανονικών κειμένων και ερμηνευτικών σχολίων που γράφηκαν στην γλώσσα Πάλι, γλώσσα τής ιερής φιλολογίας τού βουδισμού Θεραβάντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Παλικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλικοῖς — Παλικός masc dat pl Παλικοί masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλικοί — Παλικός masc nom/voc pl Παλικοί masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλικούς — Παλικός masc acc pl Παλικοί masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παλικῶν — Παλική fem gen pl Παλικός masc gen pl Παλικοί masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”