- παλικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γλώσσα Πάλι («παλική γλώσσα»)2. φρ. «παλική φιλολογία» — το σύνολο τών κανονικών κειμένων και ερμηνευτικών σχολίων που γράφηκαν στην γλώσσα Πάλι, γλώσσα τής ιερής φιλολογίας τού βουδισμού Θεραβάντα.
Dictionary of Greek. 2013.